Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Το Παραμύθι Του Αδάκρυτου - Κωστής Παλαμάς


Άνοιξε στη Φαντασία κάποιο λαµπερόχρωµο όνειρο.
RENAN (Feuilles Détachées).

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας παραλής κι είχε ένα αγόρι· 
και η µάνα του κι ο πατέρας πολύ τ᾽ αγαπούσαν· 
πήγε στο σκολειό· 
ό,τι στον κόσµο υπάρχει, όλα τά᾽µαθε.
(Αρχή ενός Ατσιγγάνικου Παραµυθιού).


Ένα παραµύθι τη γιοµίζει
της ψυχής µου τη σπηλιά, 
και σκληρό είναι σα λιθάρι
και τα λόγια του βαριά
σα µολύβι·  
ένα παραµύθι µε συντρίβει.

Πιά δεν ξέρω, δε θυµάµαι·  
το είχα κάπου εγώ ακουστό, 
ή µην είµ’ εγώ που τό’ ζησα, 
µια φορά κι έναν καιρό;

Μα λιθάρι εσύ κι αν είσαι, 
βροντοκύλησε, λιθάρι, 
στης ψυχής µου τη σπηλιά·  
και µολύβι, εσύ κι αν είσαι, 
λιώµα γίνε µες στου γύφτου τη φωτιά.

―Είχ᾽ έναν πατέρα, και είχε
µια µητέρα, ακριβογιός·  
και ήταν όπως είναι τ’ άστρο
στη φουρτούνα µιας νυχτός.

Και του πήρανε δασκάλους
και τον πήγανε παντού
και του φώτισε µια γνώση
πρωταγρίκητη το νου.

Κι ένιωσε όπου νιώθουν οι άλλοι
µια καρδούλα να χτυπά, 
του θεού την καταφρόνια, 
του θηριού την απονιά.

Του πατέρα και της µάννας
έκραξε – ω φωνή στριγγιά! 
―«Είµ’ ο Αδάκρυτος, και θέλω!»
―«Νά, παιδάκι µας, φλωριά!»

Και την άλλη αµέσως µέρα, 
µε τα χέρια του αδειανά:
―«Είµ’ ο Αδάκρυτος, και θέλω!» 
―«Να, παιδάκι µας, φλωριά!»

Κι ύστερ’ από λίγο, πάλε
γυρευτής ακριβογιός:
―«Είµ’ ο Αδάκρυτος, και δώστε!» 
Και του δώσαν ένα βιός.

―«Είµ’ ο Αδάκρυτος, και φέρτε!» 
―«Πάνε, γιε µας, τα φλωριά!» 
―«Μέσα µου µιαν άβυσσο έχω!
Θέλω!» - «Νά παιδί µας, νά!

Πάρε, σύνεργα, στρωσίδια, 
ό,τι αγνάντια σου βρεθεί, 
το ψωµί µας απ’ το ράφι
κι απ' την πόρτα το καρφί».
             
Και ξανάτρεξε. «– Είµ’ ο γιός σας,
κι όλο θέλω, δεν µπορώ». 
―«Νά, παιδάκι µας, το σπίτι». 
Και το ρούφηξε κι αυτό.

Κι όταν ξαναπήγε, του είπαν
κλαίγοντας οι δυό ψυχές: 
―«Δυο κορµιά ξερά µας µείναν, 
κάµε τα κι αυτά ό,τι θες».

Και τα πήρε τράβα τράβα
στο παζάρι τα κορµιά
και στα πούλησε για σκλάβους, 
βασιλιά!

Απ’ τα γρόσα της µητέρας
φορεσιά αποχτά χρυσή, 
και απ’ τ’ ασήµι του πατέρα
έν’ αράπικο φαρί.

Και σα φεύγανε πια οι µέρες, 
και δεν είδαν να φανεί
κύρης και µητέρα οι σκλάβοι
το µονόκλωνο παιδί,
το παράπονο τους πήρε
και ξανάδωσε ο καηµός
κι έγινε του τέκνου ο πόθος
δακρυοποταµός.

Περνάει ο ρήγας και ρωτάει: 
―«Γιατί κλαίτε, σκλάβοι, εσείς;» 
―Κλαίµε για τον ακριβό µας, 
    για τον ήλιο της αυγής,
κλαίµε για τον ακριβό µας
που µας πήγε για φλωριά
και µας πούλησε για σκλάβους
και µας πήρες, βασιλιά,
και δε φάνηκε από τότες, 
ω η χαρά και η παντοχή!»

Πιάνει ο ρήγας και προστάζει: 
―«Φέρτ’ εµπρός µου το παιδί!»
―«Είσ’ εσύ του ολέθρου η φύτρα, 
του γονιού σου ο χαλαστής, 
και µου στέκεις καβαλάρης
µε φορέµατα γιορτής,
και τα δάκρυα πάντα σπέρνεις, 
και ποτέ δεν τάχεις;»
―«Ναι!» 

Πιάνει ο ρήγας, γραφή γράφει
και του λέει: «Αρχοντονιέ,
πάρε τη γραφή και σύρε, 
φτέρο γίνε και αστραπή, 
δέκα µέρες, δέκα νύχτες, 
δίχως γνώµη και πνοή,
και σταµάτησε στη χώρα
του αδερφού µου του τρανού
που µαυρολογάει στα πλάγια
του αιµατόχρωµου βουνού,
δώσε τη γραφή στα χέρια
 τ᾽ αδερφού µου του ρηγός, 
και καρτέρα.»
―«Η προσταγή σου!»

Κι έφυγε γοργός.
Όχι θέληµα ρηγάδων, 
όχι σκλάβου υποταγή
µε τ’ ανεµοπόδαρο άτι
σέρνει τον, ταξιδευτή.

Μέσα του µια µοίρα κάπου
αιστάνεται, τον οδηγεί
προς απάντεχο ένα τέλος, 
προς µιαν άγνωρη πηγή.

Κάτι µέσα, όχι προστάζει,
τον τινάζει και τραβά
γιά σε ανέβασµα σα θάµα, 
γιά σε ολόβαθα γκρεµά.

Κάµπους διάβηκε, φαράγγια, 
και ποτάµια και δρυµούς, 
και προσπέρασε από τόπους
άγγιχτα κι από λαούς,
κι ήτανε το πέρασµα του
σαν το πέρασµα του νου
που σε τίποτε δε στέκει
και περνάει από παντού,
µόλις ψάχνει κάθε εικόνα, 
κάθε ιδέα αλαφρά αλαφρά, 
κι όλα ευτύς τα παρατάει, 
και γλιστράνε, περιττά,
γιατί πάει όπου µιαν έγνοια
ωκεάνια τον τραβά
να βυθίσει µια για πάντα
τ’ αβυσσόθρεφτα φτερά.

Κι όταν ήρθε από της έρηµος τ’ απέραντα
καβαλάρης να περάσει, 
στο µαυριδερό του απάνου το άτι
µε στολή ξεχώριζε χιονάτη,
και του ρήγα η προσταγή
µε την κόκκινη χρυσόβουλλη γραφή
χάραζε από µέσα από τον κόρφο του, 
και τη νόµιζες πως ήτανε
σµαλτωµένο τάσι.

Κι όταν ήρθε από της έρηµος τ’ απέραντα
να περάσει, 
φεύγανε στα ολόβαθα από σύγνεφα
πυρωµένα δάση, 
τα κοράκια κάτι κράζανε τ’ ανήσυχα
στα κυκλογυρίσµατά τους, 
και ψηλάθε ξαγναντεύαν γυπαητοί·  
και ταράχτη ένας µαΐστρος και µουρµούρισε
προς τα βούρλα, προς τους βάτους, 
κι αποκάτου απ’ τις σταχτιές τις αψηφιές
παραµόνευαν οι οχιές, 
και στον ήλιο αναγαλλιάζοντας
ακαµάτρα η σαύρα σείστηκε
κι έκραξε κι αυτή: «Για δές!»

Κι ήταν οι χλωρότοποι µακριά
              µε τα ολόλευκ᾽ ανθοζύµωτα χωριά.
 .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Κι όταν όλα βουβαθήκαν, 
όλα, στην ερµιά των όλων, 
απ’ το βόγγο της γκαµήλας
ως τη δέηση του µουεζίνη  
κι όταν του απολείψαν όλα, 
κι απ’ τον ανεµόσαρκο ασκητή, 
και ίσα µε το πέρασµα τ’ αργό
του καραβανιού που αφήνει
µια γλυκειά αρµονία µακροσυρτή
και ήχων και χρωµάτων και ίσκιων
από ταξιδεύτρες κυµατόστηθες
µισοσκεπασµένες µαυροµάτες
κι από πιστικούς που ακολουθούν
στα µακριά ραβδιά τους ακουµπώντας
ακαµάτες, 
κι από τη ζωή την πατριάρχισσα
που την κάνουν προς τα βράδια
πιο ιερή και πιο µακαρισµένη, 
σε φλογέρες ψέλνοντάς τη
λαλητάδες πεζολάτες·  
κι όταν πια δεν είχε συντροφιά
µήτε τα περάσµατα τ’ αστραφτερά
των αγρίων αλόγων που περνούν
σαν κυνήγι να τους έστησε ο σιµούν, ―
ένιωσε στα σπλάχνα του ο Αδάκρυτος
κάποια δείλια, κάποιο νύστασµα, 
και το ξύπνηµα µιας Λάµιας·  
κι αυτή η Λάµια ήταν η δίψα.

Κι έβγαινε από τα ποτάµια, 
κι ως τα πόδια του έφερνε νεροσυρµές, 
και ήταν όλα οράµατα·   
κι έβλεπε πηγές που ήταν αχνός
και φαντάσµατ’ άπιαστα από νεροµάνες·   
και στα σπλάχνα του γιγάντεψε
του νερού το καρδιοχτύπι, 
του νερού που όλο το νείρεται, 
και που πάντα του απολείπει.

Και τ’ αράπικο τ’ άλογο τότε
κατ’ αυτόν το κεφάλι γυρίζει, 
και του λέει: « Πανηγύρι
µου είν’ ο δρόµος, φαγί µου είν’ ο λίβας, 
και πιοτό µου κι ο αχνός που ανυψώνει τον
το τρανό το λιοπύρι.

Εµπιστέψου και γύρε σ’ εµένα, 
και νοητάκι είµ’ εγώ, και το µάτι
το δικό σου δε βλέπει
κάτι πέρα που εγώ τ’ αγναντεύω· 
στο ξεδίψασµα πάµε, κι ακόµα οµπρός·   
εκεί πάµε που πρέπει!»

Στο νοητάκι εµπιστεύεται· γέρνει, 
και τραβάει, κι αντρειεύεται.
Νά το το δροσάτο λιβάδι, 
τα χρυσά φοινικόδεντρα πέρα,
και στο δρόµο τ’ αλόγου του ολόµπροστα
το βαθύ το πηγάδι.

Και στα σπλάχνα του µέσα είν’ η δίψα
πιο βαθιά. Μαύρο µάτι, και φτάνει
απ’ τον κόσµο τον κάτου
και γυαλίζει και βλέπει τον, µάτι
µιας ζωής που είν’ ολόµακρα ανέγγιχτη
το νερό νά! µπροστά του.

Και σκοινί και σταµνί τα γυρεύει
για µια στάλα νερό, και δε βρίσκει
το νερό πως να πιάσει·   
και του λέει τ' άλογο του: «Θυµήσου
το χρυσόβουλο απάνου στον κόρφο σου
που φαντάζει σαν τάσι.»

Το χρυσόβουλο αδράχνει, κι εκείνο
ξετυλίγεται, ανοίγει, και λόγια
του χτυπάνε γραµµένα: 
«Σκότωσέ τον το νιο που σου φέρνει
το πιττάκι· τον ξέρασε η κόλαση
και τον έστειλ’ εµένα.
Καταπάνου του θέλω να ’γγίξω, 
κι είµ’ ανήµπορος. Πες µου! ποιός είναι, 
και να τρέµω µε κάνει; 
Δε λυγάει το δικό σου το χέρι
καµιά δύναµη· τρέξε· απ’ το χέρι σου, 
αδερφέ µου, ας πεθάνει!»

Το πιττάκι ξανά το τυλίγει
και ποτήρι το κάνει, και σκύβει
στο πηγάδι, και παίρνει
το νερό, και τη δίψα του σβήνει, 
και πηδάει στ' άλογο του, και τ’ άλογο
τον αφέντη του σέρνει.

Τον αφέντη αλλού φέρνει, εκεί όπου
σε ποτάµια γυρτή και σε λίµνες
καστροπύργωτη χώρα
σιδερόντυτη αστράφτει στον ήλιο, 
τα πλατιά τ’ ουρανού φοβερίζοντας·   
και του λέει: «Στάσου τώρα!»

Και της χώρας κυβερνήτης
ήταν ένας βασιλιάς
κι είχε κόρη την Αγέλαστη, 
και την είχε απ’ την αγάπη
κάποιας ζωτικιάς.

Κι ήταν όµορφη ως ο τίγρης
κι όµορφη ως η αστραπή, 
κι ήταν όµορφη ως η θάλασσα
και σαν όλα που πνοή τους
η καταστροφή.

Κι ήταν ήσυχη σαν όλα
τα βαθιά και τα σκληρά, 
σαν το µπλάβο τ’ άδειο απάνου µας, 
σαν το µάρµαρο στον ήλιο
που λαµποκοπά.

Κι απ’ τη µάνα της νου πήρε, 
νου και κείνη ξωτικό, 
και ξηγούσε και τ’ αξήγητα, 
σα να µην της είχε η πλάση τίποτε κρυφό.

Κι όποιος έβλεπε την όψη
της Αγέλαστης κυράς, 
λαβωµένος απ' τον Έρωτα
κι απ’ το Χάρο λαβωµένος
έπεφτε µε µιάς.

Κι ο πατέρας της προστάζει
Βασιλιάς και διαλαλεί: 
«Όποιος θέλει την Αγέλαστη, 
καλώς νά’ρθει, όποιος κι αν είναι, 
κι από κάθε γη.

Φτάνει µόνο να γνωρίζει, 
φτάνει να της πει
κάποιο ξένο παραµάντεµα
που δεν µπόρεσε ως την ώρα
νά’βρει ξηγητή.

Κι αν η κόρη το ξηγήσει, 
πάει, ξεγράφτηκε ο γαµπρός·   
κι αν εκείνη δε µαντέψει το, 
τότε αυτός δικός της άντρας
και δικός µου γιός.»

Τρέξανε τα παλλληκάρια, 
και τα νιάτα από παντού
και πεζοί και καβαλάρηδες, 
και του θρόνου τα καµάρια
και του χρυσαφιού.

Κι ήρθαν Μάγοι απ' τους Χαλδαίους
κι απ’ το Νείλο λειτουργοί, 
και διδάχοι του Εφταπόταµου, 
και σοφοί από την Ελλάδα
την αρµονική.

Μαντολόγοι και προφήτες
και ηρώοι και ραψωδοί
και οι αφροί και τ’ ανθοβλάσταρα, 
κι ήρθαν ως κι από τη Θούλα
την ολακρινή.
             
Και τ’ αξήγητα της φέραν
και τ’ αµάντευτα οι γαµπροί, 
κι όσα οι σφίγγες κι όσα οι σίβυλλες·   
και δεν έµεινε κανένα
που να µην το βρει.

Και τα στόµατα που ανοίγαν
σε χρησµούς και σε ρητά, 
τα σφαλούσε ο µπόγιας πίσω της·   
κι η µαντεύτρα η καταλύτρα
πάταε σε κορµιά.

Και η µαντεύτρα η καταλύτρα
σα µια πλάση ήταν χλωρή, 
σα µια πλάση ηλιοφεγγόβολη
στους βυθούς της που φωλιάζαν
λάβες και σεισµοί.

Μα ξηµέρωσε και η µέρα, 
και της Μοίρας διαλεχτός
καβαλάρης νά κι ο Αδάκρυτος, 
της Αγέλαστης κι εκείνος
γυρευτής γαµπρός.

Να κι ο Αδάκρυτος µπροστά της, 
να γαµπρός και να κριτής! 
Κι εσύ Αγέλαστη, προσµένεις
να τον καταπιείς.

Και τα µάτια σου σαν τρύπες
δείχνονται βαθιές, 
µέσα τους του Άδη οι φλόγες, 
κι από µέσα τους οι ζωές,
όλες οι ζωές των άξιων
που τις έσβησες εσύ
στην παρθένα σου όψη
χύνουν Μέδουσας πνοή.

Αλλ’ ο Αδάκρυτος δεν βλέπει, 
κι αν τα βλέπει τ’ αψηφά·   
και το στόµα του σαλεύει, 
το αίνιγµα ξεσπά:
«Στον Πατέρα µου καβάλλα, 
τη µητέρα µου φορώ, 
κι ήπια, για να ξεδιψάσω, 
µε το Χάρο µου νερό!»

Κι εσύ, Αγέλαστη, κερώνεις, 
και απορείς και δεν µπορείς, 
και είν’ αξήγητος ο λόγος, 
και ήρθε ο νικητής.

Και για πρώτη φορά κάτι, 
σάµπως χέρι αφεντικό, 
σου τ’ αδράχνει το κορµί σου
το βασιλικό.

Το αίνιγµα ξαφνίζει εσένα, 
τ’ άλυτο, και γονατάς, 
ή ο αµάντευτος λεβέντης
σ’ έγειρε, και πας;

Κι όπως πίσω σου τον µπόγια
τον κρατάς ξεσπαθωτό, 
πίσω του κι αυτός κρατώντας
πιο τροµαχτικό
κάποιον πόθο µακελλάρη, 
κατά σένα τον τραβά
να σου πάρει όση κι αν κρύβεις
χάρη ξωτικιά.

Και σπαράζεις και φωνάζεις: 
«Βασιλιά πατέρα, ωιµέ! 
είµ’ η Αγέλαστη για κείνον, 
κι είν’ αυτός για µε!»

Τ’ αντρειωµένο το ζευγάρι
σε κρεβάτι ερωτικό
κάτι αχόρταγο το σµίγει
σαν τ’ αγρίµια στο δρυµό.

Και τα λόγια αντιλαλήσαν
τ’ αξεδιάλυτα οι σπηλιές
και του γάµου τους τραγούδι
τό’ψαλαν οι κοπελιές:

Στον Πατέρα µου καβάλλα, 
τη µητέρα µου φορώ, 
κι ήπια, για να ξεδιψάσω, 
µε το Χάρο µου νερό.

―Μας προσµένει ο πατέρας, καλέ µου, 
και στεφάνια ο λαός του σου πλέκει, 
κι αγιοκέρια σ’ ανάφτει. 

―Χλιµιντράει τ’ άλογο µου, καλή µου, 
και του δρόµου τα µάκρη τα ορέγεται
κι ανυπόµονα σκάφτει. 

―Μας προσµένει ένας θρόνος, καλέ µου, 
του πολέµου τα κέρατα ηχούνε, 
της ειρήνης οι λύρες.

―Μας προσµένουν ταξίδια, καλή µου, 
στις ερµιές από κόσµους απάτητους
µε πρωτόγραφτες µοίρες. 

―Την αγέλαστη πλάση, καλέ µου, 
στάσου εδώ να τη σπείρουµε οι δυό µας, 
που µ’ εµένα θα µοιάσει. 

―Των αδάκρυτων πάµε, καλή µου, 
κάτου εκεί τη φυλή να γεννήσουµε
που θ’ αλλάξει την πλάση.

Για να φτάσω στην άφταστη γέννα
την καρδιά µου την έκαµα πέτρα, 
την ψυχή κοιµητήρι, 
το νου σαΐτα, τη θέληση λάµια,
κι όλα τά’φαγα εγώ πρωταρχίζοντας
από µάνα και κύρη.

Στους γονιούς µου τους γέρους που σβήσαν
ευλογώντας το γιο τους τον µπόγια
πάµε τάφο να υψώσω. 
Και του ρήγα του αλλόφυλλου πάµε,
το δικό µου το µνήµα που γύρεψε, 
µνήµα εγώ να του δώσω! –

―Ποιός µπροστά µου στηλώνεται; 
―Εγώ ειµαι
το δικό µου ονειρεύτεις χαµό, 
κι όµως νά µε! δεν έστερξε τ’όνειρο, 
απ’ τον Άδη δεν έφυγα εγώ.

Βασιλιά, κατά σένα γυρίζω, 
της εκδίκησης ήρθα σπαθί, 
την Αγέλαστη φέρνει ο Αδάκρυτος, 
ταιριασµένοι του ολέθρου οι θεοί.

Στόµα, σώπαινε, µίλα µαχαίρι!
Νά! µπροστά µου συρµένος, νεκρός
Κι ο λαός του σκυφτός τη κορώνα του
µου προσφέρει, κιοτήδων λαός.

Δεν τη θέλω. Δεν ήρθα να γίνω
σε ραγιάδες ραγιάς βασιλιάς. 
Ο λαός µου είν' αλλού. Τώρα θρόνος µου
το κοντρί στα πλατιά της ερµιάς.

Στης καλής µου τα σπλάχνα σαλεύει
µιας χιλιόζωης ο σπόρος ζωής. 
Είµαι η σάλπιγγα εγώ µιας ανάστασης
κι είµαι η σκάλα που αρχίζει απ’ τη γης
και που χάνεται πέρα από τ’ άστρα·  
µιας σοφίας το χέρι είµ’ εγώ, 
κι αν ο Αδάκρυτος είµαι, είµ’ ο αθόλωτος, 
η µατιά µου τρυπάει τον Καιρό.

Κι η απονιά κι η σκληρότη µου πόδια
για να φτάνω σωστά και γοργά·  
και πατέρα και µάνα τους πούλησα
από πείνα ιερή µυστικιά.

Κι αν εµένα µε διώχνει η κατάρα, 
κι αν το κρίµα µε δέρνει, και τι; 
Πατητάδες, πατάτε µε αλύπητα, 
για να γίνει τ’ αγνό το κρασί!

Είµ’ εγώ πατριάρχης του Γένους
που άσµιχτο, ανέγγιχτο, πάντολµο, ξένο
πάει, περνάει και δε µένει, 
κι απαράλλαχτο πάντα φαντάζει, 
και του κόσµου µεγάλο κάποιο άλλαµα, 
σε νυχτέρι υφαντής, αργοϋφαίνει.

Απ’ το είναι του κι απ’ την ορµή του
θα τα σπείρει παντού τα σηµάδια
του δικού του του διάβα·  
λίγο λίγο η χαρά θα φουντώσει
του σκληρού, του γερού και τ' αδάκρυτου, 
όπου χαύνη ζωή κι όπου σκλάβα.
Μες στους γύρους των κύκλων τα πάντα
φεύγουν, έρχοντ’, αλλάζουν, είν’ ίδια·  
και µια µέρα θα φτάσει
ραγισµού και σεισµού για τα πάντα,
και, ω παιδιά µου, εσείς µόνο θα µένετε
ορθοί στύλοι, κρατώντας την πλάση!

Κωστής Παλαμάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου