Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Τα Τρίτα Δάκρυα - ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ

Υπήρξε κάποτε μια γυναίκα που ζούσε στην άμμο, στην έρημο. Η ψυχή της ήταν πανάρχαια, όμως το πρόσωπό της ήταν φρέσκο και ιερό σαν λουλούδι της άμμου. Σαν να το ποτίζει με την ξηρασία της η ίδια η έρημος. 
Οι πηγές της ξηρασίας είναι οι πιο ακριβές, οι πιο σπάνιες και πολύτιμες, γιατί είναι αόρατες και απίστευτα βαθιές.
 
"Έρημο λέμε μια παραλία χωρίς θάλασσα", σκεφτόταν η γυναίκα για παρηγοριά λίγο πριν κοιμηθεί τις νύχτες. 

Η γυναίκα ζούσε σε αυτή τη φυλακή.
 

Η έρημος είναι η χειρότερη φυλακή του κόσμου, το ξέρουν και την τρέμουν κι οι πιο σκληροτράχηλοι βαρυποινίτες. 
Είναι φυλακή τρομερή, χωρίς τέλος η αρχή για να ελπίσεις, χωρίς σημάδια να σε οδηγούν. Κυρίως, γιατί δεν έχει τοίχους η πόρτες, έστω και διλποκλειδωμένες. 
Εκείνη δεν θυμάται πια από πότε έχει φυλακιστεί εδώ. Δεν θυμάται πια αν την καταδίκασαν κάποιοι άλλοι η αν η ίδια κάποτε αυτοκαταδικάστηκε. Τόσα χρόνια, τόσα χρόνια ολομόναχη και φυλακισμένη, από πόνο, πλήξη και χρόνο αργοκίνητο, έμαθε να μιλά με την ψυχή της σαν με άλλον. 
Τις κρυστάλλινες παγωμένες νύχτες της ερήμου έχει πια κάποιες αλλόκοτες στιγμές που μπορεί να σκύβει και να κοιτάζει μέσα της σαν από ψηλά το πανόραμα του κόσμου. Μια τέτοια παράξενη νύχτα τον τελευταίο καιρό, πιο παγωμένη αλλά και πιο κρυστάλλινη απ' όλες τις άλλες, ένιωσε πως απόψε είναι Χριστούγεννα, ένιωσε πως λαχταρά να δει ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, σαν κάτι που μ' ευτυχία θυμάται αόριστα. Θυμάται η ονειρεύεται; Τα μπερδεύει. 

Στην άμμο δεν φυτρώνουν δέντρα. Η άμμος την νύχτα είναι μόνο απέραντη, λευκή σαν χιόνι μ' έναν ουρανό κατάσπαρτο από λαμπρά αστέρια τόσα που μόνο όποιος τα έχει δει με τα μάτια του μπορεί να πιστέψει. 

Κοιτώντας αυτά τ' άστρα, η καρδιά της γυναίκας είπε να κλάψει, να κλάψει πολύ, με ποταμούς δακρύων γιατί μονάχα τέτοιοι ποταμοί μπορούν ίσως να θαυματουργήσουν. Να κάνουν την άμμο να ανθίσει. Ήταν μια καρδιά γεμάτη κλάμματα. 

Κι έτσι η γυναίκα άρχισε να κλαίει και να κλαίει με λυγμούς. Ποτάμια από τα μάτια της σχημάτιζαν στη γη λίμνες που αμέσως η άμμος ρουφούσε αχόρταγα. Κανένα δέντρο δεν φάνηκε. Κατάλαβε τότε πως τούτα τα δάκρυά της ήταν δάκρυα φόβου και πως τα δάκρυα φόβου είναι άγονα. Τα ρουφά η έρημος και χάνονται και τίποτα δεν ποτίζουν.

'Εσκυψε μετά πιο βαθιά μέσα της, χτύπησε μια πληγή κι άρχισε ξανά να κλαίει γοερά. Έκλαιγε κι έκλαιγε ποτάμια που πάλι τα ρουφούσε η γη μέσα της. Κανένα δέντρο δεν φαινόταν. Ήταν δάκρυα μοναξιάς γι' αυτό. Δάκρυα που κυλούσαν γιατί η γυναίκα λυπόταν τον εαυτό της. Γιατί έκλαιγε κι έλεγε πως κανείς δεν την νοιαζόταν, κανείς δεν την αγαπούσε. 
Και πάλι για τρίτη φορά, έσκυψε και έσκαψε πιο μέσα στην ψυχή της κι άφησε να αναβρύσουν νέα δάκρυα, πιο πολλά, πιο πλούσια, πιο ζεστά. Και τότε στην νυχτερινή άμμο άρχισε ν' ανατέλλει ένα δέντρο. Πρώτα η κορφή με το άστρο της Βηθλεέμ, ύστερα τα φύλλα, ο κορμός, όλο!
 
Με χάρτινους αγγέλους, με μήλα κόκκινα ζαχαρωμένα, με γυάλινες καμπανίτσες που ηχούσαν χωρίς αέρα από πουθενά.
Γιατί τα τρίτα δάκρυα, τα μόνα αληθινά, τα μόνα θαυματουργά, ήταν δάκρυα συντριβής και περίσσειας. 
Έκλαιγε τώρα γιατί ποθούσε μόνο ν' αγαπήσει και να παραδοθεί. Τα ποτάμια της κυλούσαν ζητώντας μόνο να δωρίσουν τον εαυτό τους.
 
Το δέντρο στεκόταν μπρος της πιο πραγματικό και από το όνειρο κι η γυναίκα επιτέλους είχε ελευθερωθεί. 

Κι αν αύριο με την καυτή μέρα της ερήμου το δέντρο ξεραινόταν, κι αν γινόταν στάχτη οι χάρτινοι άγγελοι ή έλιωναν τα ζαχαρωμένα μήλα, εκείνη το γνώριζε καλά πια:
 
Μ' αυτά τα τρίτα δάκρυα μπορούσε να ξαναγεννήσει τον κόσμο. 
Μπορούσε να γεννήσει ακόμα και θάλασσα κι η έρημός της να γίνει παραλία δροσερή.

ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ


"Τα θαύματα θυμώνουν όταν δεν τα πιστεύεις"

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΚΥΡΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου