Τρίτη 17 Απριλίου 2012

O Bασιλιάς Σάμαχ Και Το Χαμένο Του Κάτι


         Μια φορά κι ένα καιρό εκεί στα βάθη της Ανατολής, σε μια μακρινή χώρα ζούσε ο Βασιλιάς Σάμαχ.

Πνιγμένος στα χρυσάφια και στα διαμάντια, στολισμένος με ρουμπίνια και ζαφείρια, έσερνε τα βαριά βήματα και την άδεια καρδιά του στους τοίχους του παλατιού.

Κοίταζε πάντα ψηλά το χρυσοβαμμένο του ταβάνι και ποτέ τον ουρανό.
Κοίταζε χωρίς να βλέπει, τα μάτια των ανθρώπων.
Έτσι σίγουρος καθώς ήταν, πως όλα ήταν καλά καμωμένα μόνον ένα πράγμα δεν είχε στην κατοχή του.

Απ' το παλάτι του ολάκερο απουσίαζε η ύπαρξη ενός καθρέφτη.
Πέρναγαν οι μήνες, τα χρόνια και τα άδεια μάτια του βασιλιά, άδειαζαν και την ψυχή του.
Γιατί, σαν δεν βλέπεις χρώματα, σαν δεν βλέπεις μορφές και σχήματα, σαν κοιτάς και δεν βλέπεις, η ψυχή αδειάζει.
Ώσπου μια μέρα, ήταν γραφτό να γίνει...
Έμποροι πραματευτάδες από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, επισκέφτηκαν τον βασιλιά να του προσφέρουν την γυαλιστερή κι ακριβή πραμάτεια τους.
Ο Κεμάλ έφερε βελούδα κόκκινα και μετάξια χρυσά!
Ο Ομάρ έφερε  φρέσκο παστουρμά από καμήλα!
Ο Αχμέτ ένα λυχνάρι χρυσό... και..
Ο Αλί! Εκείνο το σγουρομάλλικο μελαψό παλικάρι από την Σμύρνη έφερε ένα σκαλιστό μεγάλο, να τόοοοοσο μεγάλο, καθρέφτη!
                      Τον έφερε, τον στερέωσε στον απέναντι τοίχο από το χρυσαφένιο θρόνο και...
                                                Θαρρείς πως όλα άλλαξαν στο δωμάτιο.
    Μια μικρή αχτίνα ήλιου μπήκε από το απέναντι παράθυρο και χάϊδεψε τον καθρέφτη,

                                                    εκεί στο μέρος της καρδιάς του.

Ο πολυέλαιος βαρύς κι ολοσκάλιστος, κοίταξε από εκεί πάνω τον καθρέφτη και με παραπονιάρικη φωνή είπε:

 -"Έλα πιο κοντά να καθρεφτιστώ". Έλα πιο δω θέλω να με δω μέσα στην λάμψη σου".
Τότε ο καθρέφτης μίλησε με ανθρώπινη φωνή κι είπε:
 -"Εσύ λάμπεις εκεί πάνω περήφανος και γυαλιστερός... εγώ δεν είμαι παρά ένας καθρέφτης που λέω και δείχνω αλήθειες".
Το επόμενο πρωί, ο βασιλιάς, έσυρε για μιαν ακόμα φορά τα βαριά βήματα και τη παγωμένη καρδιά του, στην μεγάλη σάλα του παλατιού.
Με το κεφάλι ψηλά και με μάτια που κοίταζαν χωρίς να βλέπουν, πνιγμένος στην μοναξιά, άκουγε τη σιωπή του και ξάφνου... 
 -"Ε.. ψιτ εσύ... Βασιλιά... Βασιλιά... Καλέ Βασιλιά, τι χάλια είναι αυτά";
Ο βασιλιάς ξαφνιασμένος γύρισε το κεφάλι δεξιά, το γύρισε αριστερά, κοίταξε πάνω ψηλά, κοίταξε κάτω... -Ναι κάτω... Για πρώτη φορά στη ζωή του κοίταξε κάτω.  Παρατήρησε τα ψηφιδωτά πατώματα της σάλας μ' έκπληξη-.
 -"Ε… ψιτ εσύ... Βασιλιά... Βασιλιά... Καλέ Βασιλιά, τι χάλια είναι αυτά";
Ο Βασιλιάς κοίταξε ευθεία μπροστά και τότε τον είδε...
Ένα χοντρό και κακοφτιαγμένο κουφάρι, τυλιγμένο σε βελούδα και χρυσάφια, μ' ένα χρυσό παράξενο καπέλο στο κεφάλι του.
Γενειάδα μακριά που έφτανε πιο κάτω από τη χοντρή κοιλιά, πόδια αστεία και μάτια...
Ένα ζευγάρι άχρωμα κι άδεια μάτια κι ένα στόμα, τόξο γερμένο προς τα κάτω σε μια γκριμάτσα πόνου και θλίψης.
Ποιος είναι αυτός αναρωτήθηκε...
 -"Φρουροί... τρεχάτε φρουροί... Πιάστε τον, φρουροί... Εχθρός στο παλάτι φρουροί..."
Και τότε άκουσε...
 -"Ε.. ψιτ εσύ... Βασιλιά... Βασιλιά... Καλέ Βασιλιά, τι χάλια είναι αυτάΠοιος εχθρός βασιλιά; Για ποιόν εχθρό φωνάζεις; Ποιόν θέλεις να πιάσουν οι φρουροί; Εσένα να πιάσουν; Το χοντρό και κακοφτιαγμένο κουφάρι σου να πιάσουν οι φρουροί; Τι  να το κάνουν βασιλιά; Τι να κάνουν ένα αδύναμο πλάσμα μ' άδεια μάτια σαν κι εσένα";
Ο βασιλιάς τρόμαξε...
 -"Πάψε", είπε ψιθυριστά, "πάψε μη μας ακούσουν..."
Με την τελευταία  αχτίνα του ήλιου που πέρασε από το απέναντι παράθυρο και χάιδεψε τον καθρέφτη, ο βασιλιάς έχασε κι αυτό το... -πώς το λένε μωρέ;-που τον έκανε να νιώθει «Βασιλιάς», να περπατά με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια να κοιτάζουν χωρίς να βλέπουν
 -"Αλλάχ! ΤΙΠΟΤΑ... ένα μεγάλο ΤΙΠΟΤΑ είμαι Αλλάχ", είπε κι ένα αναφιλητό βγήκε με πόνο περίσσιο από το στήθος του.
Πέρασαν μέρες και μήνες. Χρόνια!
Κι ο βασιλιάς περπάταγε σκυφτός, κανείς δεν έβλεπε τα μάτια του, κανείς δεν άκουγε την φωνή του.
Ολάκερο το βασίλειο έμαθε πως ο βασιλιάς αρρώστησε βαριά. Δεν ήθελε να βγει από το παλάτι. Δε μίλαγε, δεν άκουγε, μόνο στεκόταν απέναντι από κείνο τον καθρέφτη, που ένας εμποράκος από τη Σμύρνη του έφερε μια μέρα, πριν χρόνια. Κοίταζε τον καθρέφτη σιωπηλός κι ένα παράπονο έβγαινε από τα χείλια του….
 -"ΤΙΠΟΤΑ... Ένα μεγάλο ΤΙΠΟΤΑ  Αλλάχ..."
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, μια πόρτα μισάνοιξε, ένα ζητιανάκι βρώμικο και με κουρελιασμένα ρούχα, τρύπωσε μέσα στο παλάτι.
Σύρθηκε ξυπόλητο μέχρι τη μεγάλη σάλα και...
Να τος...! Τον είδε...!
Σκυφτό και παραπονεμένο να ψιθυρίζει κουβέντες με πόνο:
 -"ΤΙΠΟΤΑ... Ένα μεγάλο ΤΙΠΟΤΑ  Αλλάχ!"
Το ζητιανάκι όρθωσε το μπόι, άπλωσε το χεράκι του και με μάτια κάρβουνα,  γεμάτα πάθος για ζωή, άγγιξε πρώτα το βελούδινο κόκκινο πανωφόρι, μετά το χρυσό σαλβάρι, τα μεταξωτά παπούτσια και μετά το χέρι του.
Το γερασμένο ρυτιδιασμένο χέρι...
Μετά, ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του κι άγγιξε με στοργή το γερασμένο μάγουλο... τα μισόκλειστα μάτια...
 -"Ωωω! Τι γλυκός που είσαι", είπε με θαυμασμό κι αγάπη. "Πόσο θα θελα να είσαι παππούς μου. Εγώ δεν έχω παππού. Πέθανε μια μέρα του χειμώνα εκεί στη παράγκα μας, από το κρύο κι από την πείνα. Θέλεις να γίνεις ο παππούς μου παππού; Θέλεις να σ' αγαπώ και να μου λες παραμύθια παππού";
Ο Βασιλιάς λες και ξύπνησε, άπλωσε το ρυτιδιασμένο χέρι κι άγγιξε... για πρώτη φορά στην ζωή του, άγγιξε με αγάπη...
Αφέθηκε στα χάδια και τα παιχνίδια του μικρού.
Κυλίστηκε μαζί του παιχνιδιάρικα στο κόκκινο χαλί και γέλαγε σαν μικρό παιδί...
 -"Παππού βλέπεις; Παππού με βλέπεις; Παππού κοίτα... Κοίτα χρώματα παππού... Κοίτα ομορφιές παππού..." Έλεγε και ξανάλεγε το ζητιανάκι.
Η τελευταία αχτίδα του ήλιου, -εκείνη που κείνο το μοιραίο δείλι κάτι πήρε από τον Βασιλιά-, το 'χε φέρει πίσω...
Βασιλιάς και ζητιανάκι, κοιμήθηκαν αποκαμωμένοι από τα τρελά παιχνίδια, στο κόκκινο χαλί...
Η πρώτη αχτίδα του ήλιου, τους βρήκε να κοιμούνται αγκαλιά, χαμογελαστοί και γεμάτοι αγάπη.
Βασιλιά και ζητιανάκι... Παππούς κι εγγονός... Δυο ανθρώπινες φιγούρες με σάρκα και ψυχή...
Ο Βασιλιάς ψιθύρισε στο τελευταίο του πρωινό όνειρο:
 -"Αλλάχ... ε Αλλάχ, εδώ είμαι... Ένα κάτι, ένα μικρό, πολύτιμο κάτι, μέσα στο απέραντο Βασίλειο σου Αλλάχ... Ένα σπουδαίο, μικρό κάτι..."



Χριστίνα Καπράλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου